- σιγματοειδής
- σιγματοειδήςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιγματοειδής — ές, ΝΜΑ ο σιγμοειδής μσν. φρ. «σιγματοειδὴς στοά» οικοδομή με στοές η οποία είχε ημικυκλικό σχήμα. επίρρ... σιγματοειδώς / σιγματοειδῶς ΝΜΑ σε σχήμα ημικυκλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγματο (< σίγμα, πρβλ. σιγματ ίζω) + ειδής*] … Dictionary of Greek
σιγματοειδῆ — σιγματοειδής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σιγματοειδής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σιγματοειδής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγματοειδεῖς — σιγματοειδής masc/fem acc pl σιγματοειδής masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγματοειδές — σιγματοειδής masc/fem voc sg σιγματοειδής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγματοειδοῦς — σιγματοειδής masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγματοειδῶς — σιγματοειδής adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)